Η σχολή αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της σύγχρονης μεσογειακής αρχιτεκτονικής που ισορροπεί ανάμεσα στην τόλμη και τη λιτότητα.
Στεγασμένο σε μία πρώην βιομηχανική ζώνη κοντά στο λιμάνι, το κτίριο μεταμορφώνει το αστικό τοπίο μέσω μιας σύνθεσης από ανοιχτούς χώρους, ελεύθερη κυκλοφορία και διάλογο με το περιβάλλον. Οι Point Supreme αξιοποίησαν τη γοητεία της ατελούς υλικότητας -μπετόν σε αδρή μορφή, εμφανείς εγκαταστάσεις, χρωματικές παρεμβάσεις- για να δημιουργήσουν ένα κτίριο που ενθαρρύνει τον πειραματισμό, την ελευθερία και την κριτική σκέψη.
Το έργο παρουσιάστηκε σε ομιλία του αρχιτεκτονικού γραφείου στο συνέδριο ΕΣΩ στην αίθουσα Τριαντή του Μεγάρου Μουσικής, το 2024.

Ο σχεδιασμός εστιάζει στην κοινότητα και τη συνεργασία: εσωτερικές αυλές, ανοικτά στούντιο και ημιυπαίθριοι χώροι προάγουν τη συνεχή αλληλεπίδραση φοιτητών και καθηγητών. Οι Point Supreme δεν επέβαλαν ένα αυστηρό «πρόσωπο» στο κτίριο· αντίθετα, προσέγγισαν το έργο με παιγνιώδη διάθεση, επιτρέποντας στο ίδιο το κτίριο να αλλάζει και να εξελίσσεται μαζί με τους χρήστες του. Πρόκειται για μια σχολή που, με φόντο το μεσογειακό φως και τη θάλασσα, προσφέρει όχι μόνο έναν χώρο εκπαίδευσης, αλλά και μια συνεχή πρόταση αρχιτεκτονικής σκέψης. Ακολουθεί το κείμενο από τους αρχιτέκτονες.
ΙΜVT: Μεσογειακό Ινστιτούτο για την Πόλη και το Τοπίο (Νέα Σχολή Αρχιτεκτονικής της Μασσαλίας)
Point Supreme με NP2F, Marion Bernard, Jaques Lucan, Μασσαλία, Γαλλία 2018-23
Το κτιριακό συγκρότημα βρίσκεται στο κέντρο της Μασσαλίας, ακριβώς απέναντι από την αψίδα Porte d’Aix, και ενσωματώνει τρία ιδρύματα: την Εθνική Σχολή Αρχιτεκτονικής της Μασσαλίας (ENSAM), την Εθνική Σχολή Τοπίου της Μασσαλίας (ENSP) και το Ινστιτούτο Σχεδιασμού και Περιφέρειας Αστικής Ανάπτυξης της Μασσαλίας (ENSP-UARI). Εχει έκταση 12.500 τ.μ και αποτελείται από τρεις διακριτούς όγκους που ορίζονται από μια προγραμματική τυπολογία: αίθουσες διδασκαλίας, αγορά, πειραματισμός και έρευνα. Ομαδοποιώντας τα προγραμματικά αυτά στοιχεία ανά λειτουργία και όχι ανά ίδρυμα, το συγκρότημα ενθαρρύνει την αλληλεπίδραση, προωθώντας νέες σχέσεις, ανταλλαγές και συνεργασίες μεταξύ των διαφορετικών ιδρυμάτων.







Τα τρία μέρη του κτιρίου είναι:
Το εργαστήριο. Ενα μεγάλο κτίριο του οποίου οι στοές επιτρέπουν μια πληθώρα από χρήσεις. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου και προστατεύει το υπόλοιπο συγκρότημα από τους βόρειους ανέμους της Μασσαλίας.
Η αγορά. Φιλοξενεί αίθουσα πολλαπλών χρήσεων, διοικήσεις, βιβλιοθήκη, αίθουσα διατριβών. Πρόκειται για το πιο παχύ κτίριο. Έχει μεγάλα ανοίγματα και όσο γίνεται ελαχιστοποιημένα σημεία στήριξης για να δημιουργήσει γενναιόδωρους χώρους παρουσιάσεων.
Το κέντρο έρευνας και πειραμάτων. Περιλαμβάνει μια αυλή για καλλιτεχνικές ή τεχνικές εγκαταστάσεις. Το κτίριο έχει σχεδιαστεί κυρίως για να δέχεται σημαντικά φορτία σε σχέση με τα μηχανήματα που στεγάζει.
Το συγκρότημα οργανώνεται γύρω από ένα κενό χώρο σε σχήμα ‘Υ’ που αποτελείται από τρεις αυλές ανάμεσα στους κτιριακούς όγκους. Η εναλλαγή εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, χαρακτηριστικό της μεσογειακής αρχιτεκτονικής, συνδέει το κτίριο με το αστικό περιβάλλον και επιτρέπει την οπτική και λειτουργική επικοινωνία μεταξύ της πόλης και της εσωτερικής ζωής μέσα σε αυτό. Οι αυλές έχουν διακριτούς και συμπληρωματικούς χαρακτήρες: το κεντρικό αίθριο, ανάμεσα στις αίθουσες διδασκαλίας και την αγορά, έχει τον πιο επίσημο χαρακτήρα– ευθυγραμμίζεται με την πλατεία και την αψίδα και ξεκινά από την κύρια είσοδο.
Εχει σχεδιαστεί να φιλοξενεί ποικιλία προγραμμάτων όπως συνέδρια, εκθέσεις, αναψυχή κ.λπ. με περιμετρικούς ανοιχτούς και κλειστούς διαδρόμους, βεράντες και γέφυρες που του προσδίδουν αμφιθεατρικές ιδιότητες με εκπληκτική θέα προς το ίδιο το κτίριο αλλά και το αστικό περιβάλλον. Η δεύτερη αυλή, κατά μήκος της λεωφόρου Charles Nedelec, δίπλα στην πτέρυγα Πειραματισμού και Ερευνας, έχει ένα θερμοκήπιο με ανασυρόμενη οροφή και λειτουργεί ως χώρος εργαστηρίου, που παρουσιάζει θεσμικές δραστηριότητες και πειράματα. Τέλος, η πίσω αυλή φιλοξενεί ένα πυκνό πευκοδάσος, που φέρνει τη φύση στην καρδιά αυτής της πυκνής πανεπιστημιούπολης.





Η δομή του συγκροτήματος είναι εμφανής παντού, αποτελούμενη από λευκούς στύλους και πλάκες από σκυρόδεμα που αντανακλούν το φως και τη θερμότητα. Η κύρια πρόσοψη του συγκροτήματος συνδυάζει τη μνημειακότητα με την ανθρώπινη κλίμακα. Το πορώδες του, αποκαλύπτει τη φυτεμένη και ζωντανή κεντρική αυλή και δημιουργεί οπτικές συνδέσεις με την πόλη. Ο όγκος των αιθουσών διδασκαλίας ακολουθεί τη φυσική κλίση του οικοπέδου, ανεβαίνοντας προς τα πίσω. Τα επίπεδά του εκτείνονται κατά μήκος του ανηφορικού γειτονικού πεζόδρομου και δημιουργούν μία σειρά από βεράντες και ταράτσες. Ολοι οι εξωτερικοί χώροι του συγκροτήματος είναι ενεργοί και προγραμματισμένοι χώροι, πλούσιοι σε θέα προς την πόλη, τη θάλασσα και τα βουνά. Ο φυσικός αερισμός υποστηρίζεται σε όλο το συγκρότημα: η αδράνεια του κτιρίου επιτρέπει στους αναδευτήρες αέρα να ψύχουν επαρκώς τους χώρους ώστε να μην χρειάζεται να χρησιμοποιούνται μηχανικά συστήματα κλιματισμού.
Φωτογραφία: Filip Dujardin, Maxime Delvaux, Antoine Espinasseau